αποσπινθηριζω

αποσπινθηριζω
    ἀποσπινθηρίζω
    ἀπο-σπινθηρίζω
    метать искры Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποσπινθηριζω" в других словарях:

  • αποσπινθηρίζω — ἀποσπινθηρίζω (Α) βγάζω σπινθήρες, σπιθοβολώ …   Dictionary of Greek

  • ἀποσπινθηρίζῃ — ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres subj mp 2nd sg ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres ind mp 2nd sg ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπινθηριζόντων — ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres part act masc/neut gen pl ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπινθηρίζει — ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres ind mp 2nd sg ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπινθηρίζον — ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres part act masc voc sg ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπινθηρίζειν — ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπινθηρίζοντες — ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπινθηρίζουσα — ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπινθηρίζων — ἀποσπινθηρίζω emit sparks pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπινθηρίσας — ἀποσπινθηρίσᾱς , ἀποσπινθηρίζω emit sparks aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»